- ωοαλβουμίνη
- η, Ν(βιοχ.) βλ. ωαλβουμίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωαλβουμίνη — και ωοαλβουμίνη, η, Ν (βιοχ.) γλυκοπρωτεϊνη που αποτελεί το κύριο πρωτεϊνικό συστατικό τού λευκού τού αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ovalbumin < ον (< λατ. ovum, i «αβγό») + albumin (βλ. λ. αλβουμίνες)] … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek